προσκεφάλαια

προσκεφάλαια
προσκεφάλαιον
cushion for the head
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κηλεπίδεσμος — ο συσκευή αποτελούμενη από ένα ή περισσότερα προσκεφάλαια, που προορίζονται για το φράξιμο ενός κηλικού στομίου, και από ένα ελατήριο ή ζώνη για τη συγκράτηση τού ή τών προσκεφαλαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + επίδεσμος] …   Dictionary of Greek

  • προσκεφάλαιο — το / προσκεφάλαιον, ΝΜΑ προσκέφαλο, μαξιλάρι νεοελλ. τεχνολ. έδρανο πάνω στο οποίο επικάθεται και περιστρέφεται η άτρακτος μιας μηχανής, αλλ. κουζινέτο αρχ. 1. οτιδήποτε τοποθετείται κάτω από ένα μέλος τού σώματος για ανάπαυση («οὐαὶ ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • σιππινόμεστος — ον, ΜΑ γεμάτος με σίππια, με στουπιά («σιππινόμεστα προσκεφάλαια», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίππινος (< σίππιον, άλλος τ. τού στυππεῖον «στουπί») + μεστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”